Οι πυραμίδες της Συκιάς!
Η Αθηνά, η Μαρκέλα και η Δανάη είχαν μείνει να κοιτάζουν έκπληκτες από το μπαλκόνι τους. Έβλεπαν πραγματικά πυραμίδες; Πραγματικές πυραμίδες; Μα αυτό δεν ήταν δυνατόν! “Μαμά, μαμά έλα να δεις! Έχει πυραμίδες!”
Τί έκαναν εκεί οι πυραμίδες; Πώς βρέθηκαν στη μικρή Συκιά; Ποιός τις έχτισε εκεί και γιατί;
Η Δωροθέα, η ιδιοκτήτρια του μικρού ξενοδοχείου όπου θα περνούσαν τις πρώτες ημέρες των καλοκαιρινών τους διακοπών, γέλασε με τα επιφωνήματά τους! “Σιγά, σιγά, θα σας τα εξηγήσω όλα”! “Ή μάλλον σχεδόν όλα” προσέθεσε, λίγο προβληματισμένη. Τελευταία η μνήμη της είχε πολλά κενά, “θα είναι η κούραση” σκεφτόταν. Η κληρονόμος των πυραμίδων της είχε πει όλη την ιστορία, αλλά πραγματικά δεν τη θυμόταν.
“Έχω μια ιδέα! Ακούστε τί θα κάνουμε. Θα κανονίσω να κάνετε μια επίσκεψη στους γείτονές μας για να σας πουν οι ίδιοι την ιστορία των πυραμίδων τους. Θέλετε;” Της φαινόταν πράγματι μια καλή ιδέα. Φτάνει βέβαια να συμφωνούσαν η κ. Ευτέρπη και ο κ. Κλεάνθης. Δεν ήταν σίγουρη ότι ήθελαν επισκέπτες. Το υπέροχο σπίτι τους ήταν το καταφύγιό τους, ένα κατάφυτο κτήμα με λεμονιές και φοίνικες, με ένα σπίτι των αρχών του προηγούμενου αιώνα ακριβώς στη μέση. Και με πυραμίδες σκόρπιες ανάμεσα στα δέντρα. Το πανέμορφα εγκαταλελειμμένο σπίτι, το κατώφλι του οποίου είχαν κάποτε περάσει ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης, απέπνεε ακόμα με άνεση την αριστοκρατικότητά του. Κάθε ξεφλούδισμα του τοίχου του, κάθε ξεθώριασμα του χρώματός του του προσέδιδε περισσότερη, όχι λιγότερη χάρη.
Οι συνεννοήσεις τελικά έγιναν και το ραντεβού κλείστηκε για την επόμενη ημέρα. Θα συμμετείχε και η κόρη της ιδιοκτήτριας, η Ιώ, στην αποστολή. Γιατί περί κανονικής αποστολής επρόκειτο! Ορίστηκε η θεματική (“Οι πυραμίδες της Συκιάς”) και ορίστηκαν και οι εργασίες (κείμενα γραπτά, ζωγραφική ή/και φωτογραφία) που θα έκαναν τα κορίτσια.
Οι προετοιμασίες ολοκληρώθηκαν και η ώρα της συνάντησης έφτασε. Οι μαμάδες των κοριτσιών, η Δωροθέα και η Ελεωνόρα, θα τις συνόδευαν μέχρι την βαριά σιδερένια καγκελόπορτα του κτήματος, η οποία αυτή τη φορά θα ήταν, κατ’ εξαίρεση, ξεκλείδωτη.
Οι δυο γυναίκες είχαν αρχικά συναντηθεί στο ξενοδοχείο επαγγελματικά, αλλά σε χρόνο ρεκόρ είχαν γίνει καλές φίλες. Οι επισκέψεις της Ελεωνόρας στη Συκιά ήταν πλέον και για τις δύο μία αφορμή για ξεκούραση. Ειδικά για τη Δωροθέα, η οποία ένιωθε κυριολεκτικά ανακούφιση όταν μάθαινε ότι θα ερχόταν η Ελεωνόρα. Σαν να ήταν η παρουσία της ένα πουπουλένιο μαξιλάρι μέσα στο οποίο θα μπορούσε να χωθεί, να αφεθεί και να ξεκουραστεί.
Ώρα 6 παρά 5 και η ομάδα των κοριτσιών είναι έτοιμη να ξεκινήσει. Λίγα μέτρα μόνο χωρίζουν το ξενοδοχείο από το κτήμα. Στη σιδερένια πόρτα τα κορίτσια μπαίνουν. Οι δύο μαμάδες μένουν απ’ έξω και για λίγα λεπτά κοιτούν μέσα από τα κάγκελα τα παιδιά που έχουν καθίσει στην αυλή και ακούν το καλωσόρισμα των οικοδεσποτών. Κοντοστέκονται προσπαθώντας να ακούσουν την αρχή της ιστορίας. Αυτή η μικρή καθυστέρηση έξω από το κτήμα προδίδει την πραγματική τους επιθυμία: να κάτσουν κι εκείνες σταυροπόδι στο χώμα και να ακούσουν τις ιστορίες του μαγικού σπιτιού!
Τα κορίτσια επιστρέφουν και στρώνονται μέχρι αργά το βράδυ στη δουλειά. Χρωματιστά μολύβια, γόμες και ξύστρες επιστρατεύονται με κέφι (και αγωνία) για να ολοκληρωθεί η αποστολή! Μικρό διάλειμμα για βραδινό φαγητό και μετά ξανά δουλειά! Η ίδια ιστορία πλάθεται, περιγράφεται και αποτυπώνεται διαφορετικά από το κάθε παιδί. Κάπως έτσι:
(Διαβάστε τώρα τα κείμενα των ίδιων των παιδιών!